- χασκάζω
- ΝΑβλέπω ή παρατηρώ κάτι με ανοιχτό στόμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού ρ. χαίνω / χάσκω, κατά τα ρ. σε -άζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χασκῶν — χασκάζω keep gaping at fut part act masc voc sg χασκάζω keep gaping at fut part act neut nom/voc/acc sg χασκάζω keep gaping at fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χασκάζεις — χασκάζω keep gaping at pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χασκωρώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «χασκάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το ρ. χάσκω / χαίνω, αναλογικά προς το θεωρῶ] … Dictionary of Greek